του Θεμιστοκλή Συμβουλόπουλου
«Η ποίηση είναι απαραίτητη... μόνο ας ήξερα για τι». Με αυτό το
χαριτωμένο και παράδοξο επίγραμμα, συνόψιζε ο Ζαν Κοκτώ την αναγκαιότητα
της τέχνης, καθώς και τον συζητήσιμο ρόλο της, στην διαμόρφωση του κόσμου.
Η απάντηση στις αναζητήσεις του Κοκτώ, μπορεί να περιγράψει πολλές και
διάφορες ανάγκες του ανθρώπου. Ποιός όμως μπορεί να αρνηθεί, ότι η τέχνη είναι
απαραίτητη για να γίνεται ο άνθρωπος ικανός να γνωρίζει και ν’ αλλάζει τον
κόσμο;
«Η τέχνη μπορεί να ανυψώσει τον άνθρωπο από μια αποσπασματική κατάσταση,
στη κατάσταση μιας ολόκληρης, ολοκληρωμένης ύπαρξης. Η τέχνη κάνει τον άνθρωπο
ικανό να κατανοεί την πραγματικότητα και όχι μόνο τον βοηθά να
την υπομένει, αλλά και δυναμώνει την απόφασή του να την κάνει πιο ανθρώπινη και
πιο αντάξια του ανθρώπινου γένους. Η τέχνη είναι η ίδια μια κοινωνική πραγματικότητα»[1]
Πίσω στις 8 και 9 Μαΐου 1936, οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης απεργούσαν ζητώντας αναπροσαρμογή των ημερομισθίων τους. Τη δεύτερη μέρα, η απεργία εξελίχτηκε σε πανεργατική και πανεπαγγελματική. Απέναντι στον κόσμο και τους εργαζόμενους που είχαν ξεχυθεί στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, ο συνταγματάρχης της χωροφυλακής Ντάκος διέταξε πυρ κατά των άοπλων διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 12 άνθρωποι και να τραυματιστούν εκατοντάδες. Τις κηδείες των νεκρών απεργών παρακολούθησαν 150 χιλιάδες κόσμου.
Παρ’ ότι τα αιτήματα των καπνεργατών έγιναν δεκτά από την κυβέρνηση Μεταξά,
όπως αυτή είχε διαμορφωθεί μετά την ψήφο εμπιστοσύνης που έλαβε ως εντολοδόχος
πρωθυπουργός, με τον αναβρασμό που κυριαρχούσε σε όλη την χώρα και με πρόσχημα
τον κομμουνιστικό κίνδυνο, ο Μεταξάς κήρυξε δικτατορία την 4η
Αυγούστου 1936, αναστέλλοντας με την σύμφωνη γνώμη του βασιλιά Γεωργίου
ορισμένα άρθρα του Συντάγματος.
Στις 10 Μαΐου, ο νεαρός Γιάννης Ρίτσος, διαβάζοντας στο ρεπορτάζ του
Ριζοσπάστη για την απεργία, την διαδήλωση, τους νεκρούς και τους τραυματίες, συγκλονίστηκε
από την φωτογραφία της μάνας του 30χρονου Τάσου Τούση, αυτοκινητιστή από το
Ασβεστοχώρι, που θρηνούσε πάνω από το άψυχο σώμα του γιού της, στην μέση του
δρόμου.
Ο Ρίτσος κλείνεται στην μικρή του κάμαρα, και δεν βγαίνει από εκεί, παρά
μόνο μετά 3 ημέρες και αφού έχει ολοκληρώσει τα 14 από τα 20 άσματα του «Επιτάφιου».
Στις 20 Μαΐου 1936 ο Ριζοσπάστης δημοσιεύει 3 άσματα με τίτλο «Μοιρολόι», ενώ
αργότερα εκδίδεται το κείμενο των Ασμάτων στο σύνολό του σε 10.000 αντίτυπα. Η
επιτυχία που σημείωσε το έργο ήταν ανεπανάληπτη και απροσδόκητη. Μέχρι να
κηρυχθεί η δικτατορία Μεταξά, είχαν μείνει μόνο 250 αντίτυπα, τα οποία και
κάηκαν μαζί με άλλα βιβλία στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.
Ο ελληνικός λαός όμως έκανε δικό του το έργο με καθαρά και γνήσια
συναισθήματα, ταυτιζόμενος απόλυτα με το θρήνο και τον πόνο της μάνας, σε μια
εποχή που η δυστυχία και η εξαθλίωση δεν έλεγε να κοπάσει στην ελληνική
κοινωνία. Να πως προλογίζει ο ίδιος ο Ρίτσος το ποίημά του: «Θεσσαλονίκη.
Μάης 1936. Μια μάνα, καταμεσίς του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της.
Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών - των
απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της.»
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;
«Μια αρχέτυπη εικόνα, που ανήκει στον κοινό θησαυρό της ανθρωπότητας,
προσδιορίζει την έμπνευση του ποιητή: ο Επιτάφιος Θρήνος της Παναγίας. Μ’ άλλα
λόγια, μια ψυχική εμπειρία κοινή στο χριστεπώνυμο πλήρωμα. Ως γνωστό, κάθε
Μεγάλη Παρασκευή, οι σύγχρονες Μυροφόρες, αφού ακούσουν να ψάλλονται οι οίκοι,
τα τροπάρια, τα κοντάκια και οι ειρμοί του Επιτάφιου, νιώθουν την παρόρμηση να
συνεχίσουν το θρήνο με αυτοσχέδια μοιρολόγια ή παραδομένα ποιήματα….»,
γράφει χαρακτηριστικά ο Παντελής Πρεβελάκης [2]
Ο Ρίτσος, γνήσιο τέκνο της παράδοσης του λαού μας, μας προσφέρει ένα
αυθεντικά λαϊκό και συνάμα εθνικό έργο τέχνης, βυθιζόμενος βαθιά μέσα στις
ρίζες του ελληνικού πολιτισμού, στην πανανθρώπινη διάστασή του. Η δομή του
έργου αποκαλυπτική, περνά από τον θάνατο, το νεκρό σώμα, τη μοίρα, την
απουσία, τον θρήνο, το μίσος, τον μετασχηματισμό και τέλος την ανάσταση.
Από τον θάνατο στην ανάσταση, ο Ρίτσος εμπνέεται από την χριστιανική παράδοση
των παθών του Ιησού, αλλά η γλώσσα που χρησιμοποιεί στον θρήνο της μάνας είναι
του δημοτικού μας μοιρολογιού, σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Και όπως μας λέει ο
Παντελής Πρεβελάκης «Δεν είναι μονάχα που ο στίχος αυτός παράγεται φυσιολογικά
από τη νεοελληνική γλώσσα, είναι που έχει κατέβει στο υποσυνείδητο του λαού ως
ο φυσικός φορέας της ποίησης, ηρωικής ή ερωτικής, εορταστικής ή θρηνητικής. Ο
Ρίτσος ενέργησε με το γερό του ένστικτο… και ακροάστηκε μέσα του μια γνήσια
φωνή. Έτσι κατορθώθηκε η επαφή του ατόμου με την κοινότητα, δηλαδή το σπάνιο
φαινόμενο να βλέπεις τον ίδιο χυμό ν’ ανεβαίνει από τη λαϊκή ρίζα ως την
πνευματική κορυφή».[3]
Ας δούμε τι δήλωνε 46 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση, ο ίδιος ο Γιάννης
Ρίτσος για τον Επιτάφιο: «Έγραψα τον “Επιτάφιο” σε μια εποχή όπου τα
πνευματικά ρεύματα σ’ όλο τον κόσμο δημιουργούσαν εκτροπές από τις παραδόσεις,…
σα μια κατοχύρωση της εθνικής ταυτότητας, σε καθαρά δημοτικά μέτρα… Σε μένα, οι
αισθήσεις μου, οι βάσεις μου οι ακουστικές προέρχονται από το λαό. Αυτά μού
βγήκαν από μέσα μου·τα τραγούδησα, τα χόρεψα, τα άκουσα από παιδί».
Πόσο επίκαιρα ακούγονται σήμερα τα λόγια του Ρίτσου. Όχι μόνο τα πνευματικά,
ρεύματα, αλλά όλο το πολιτιστικό, πολιτικό, και οικονομικό εποικοδόμημα σήμερα,
βρίσκεται απέναντι στους λαούς και τις παραδόσεις τους, απέναντι σε κάθε τι
αυτοπροσδιορίζεται εθνικό, αυθεντικά λαϊκό κι ανθρώπινο. Το έθνος είναι δομή
άκρως επικίνδυνη, δήλωσε ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Documenta 14 Ανταμ Σίμτσικ, που ήρθε να ενισχύσει τα
ξόρκια, σε ότι πηγάζει από την λαϊκή παράδοση του λαού μας.
Το πρόβλημα για την σχέση που έχει το εθνικό και το πανανθρώπινο το
επεξεργάστηκε ο Μπελίνσκι (1811-1848).
Γράφει: «Αν ο καλλιτέχνης απεικονίζει στο έργο του ανθρώπους, τότε
καθένας απ’ αυτούς πρέπει πάνω από όλα να είναι άνθρωπος και όχι φάντασμα.
Πρέπει να έχει χαρακτήρα, φυσιογνωμία, ήθος, συνήθειες… Έπειτα ο καθένας απ’
αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να ανήκει σε κάποιο έθνος και σε κάποια εποχή,
γιατί ο άνθρωπος χωρίς εθνικότητα δεν είναι πραγματική ύπαρξη, αλλά αφηρημένη
έννοια. Από αυτό φαίνεται ξεκάθαρα ότι η εθνικότητα στο έργο τέχνης δεν
είναι αρετή, μα μόνο απαραίτητο εξάρτημα της δημιουργίας, κάτι που χωρίς καμμιά
προσπάθεια προβάλλεται από τον ποιητή. Γι’ αυτό και όσο πιο αξιόλογο είναι
αισθητικά το έργο, τόσο είναι και πιο εθνικό… Έτσι τονίζει ο επαναστάτης -
δημοκράτης Μπελίνσκι, ότι η τέχνη πρέπει να είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένη με την
ζωή του έθνους.»[4]
Ο Ρίτσος κατόρθωσε να συνδέσει την λαϊκότητα με την εθνική ταυτότητα και
ιδιομορφία στην τέχνη του. Έκανε δηλαδή αυτό που έχει χρέος να κάνει όποιος
θέλει να λέει ότι είναι καλλιτέχνης και ειδικά σε περιόδους που λαός και έθνος
βρίσκονται σε διωγμό. Η λαϊκή παράδοση, άρρηκτα δεμένη με τον θάνατο, τον
θρήνο, την αγάπη και την ανάσταση, με αφορμή τους αγώνες των καπνεργατών
ενάντια στην καταπίεση της κυρίαρχης τάξης, την ανελευθερία και την δικτατορία
του Μεταξά. Να πως τρέφεται η επανάσταση.
Ξαναγυρίζοντας στον Μπελίνσκι στην προσπάθειά του να κτυπήσει τόσο τον
σωβινισμό, όσο και τον κοσμοπολιτισμό καταλήγει: «Αληθινά λαϊκή είναι μονάχα
εκείνη η λογοτεχνία που ταυτόχρονα είναι και πανανθρώπινη. Κι ακόμη, αληθινά
ανθρώπινη είναι μονάχα εκείνη η λογοτεχνία που ταυτόχρονα είναι και λαϊκή» [5]
Ο Επιτάφιος του Ρίτσου κατά την γνώμη μου, είναι ακριβώς αυτό. Μια αληθινή
και γνήσια εθνική λογοτεχνία, που από μόνη της είναι τόσο λαϊκή κι ανθρώπινη,
που αποκτά παγκόσμια και πανανθρώπινη αξία, που θ’ αγγίζει πάντοτε με την ίδια
δύναμη κάθε ανθρώπινη ψυχή.
Το έργο του Ρίτσου απέκτησε ακόμα μεγαλύτερη αξία και κατέβηκε πιο βαθιά
στις τάξεις του λαού, όταν βρήκε στο διάβα του την έμπνευση του Μίκη Θεοδωράκη,
που το 1959 στο Παρίσι συνέθεσε 8 από τα υπέροχα άσματα, απαγκιστρωμένα από την
αισθητική τάση εξευρωπαϊσμού της λαϊκής μουσικής που επικρατούσε εκείνη την
εποχή.
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι ανάγκη να παραχθεί λογοτεχνία λαϊκή,
που να εκφράσει με τους σύγχρονους όρους την κοινωνική πραγματικότητα. Λείπουν,
ή ακόμα δεν έχουν εκφραστεί οι καλλιτέχνες της γενιάς μας, που δυστυχώς
φαίνεται πως πολύ δύσκολα θα καταλάβουν ποιός θά ’πρεπε να είναι ο ρόλος
τους.
[1] Η Αναγκαιότητα της Τέχνης.- Ερνστ Φίσερ, (σ.55)
[2], [3] Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1981, (σ. 70 και
σ. 75,76)
[4], [5] Β.Γ. Μπελίνσκι, Άπαντα τ. V, (σ. 317)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου